βερνιέρος

βερνιέρος
Όργανο με το οποίο μετριούνται τα κλάσματα μιας δεδομένης μονάδας μέτρησης. O β. που χρησιμοποιείται για την ακριβή μέτρηση του μήκους, του πάχους, της εξωτερικής διαμέτρου κλπ. είναι προσαρμοσμένος επάνω στο λεγόμενο παχόμετρο. Το σύστημα αποτελείται από έναν μεταλλικό κανόνα R, διαιρεμένο σε χιλιοστά και λυγισμένο στο ένα άκρο A, κατά 90°. Επάνω στον κανόνα ολισθαίνει ένας βοηθητικός κανόνας Β, o οποίος έχει μια κλίμακα S μήκους 9 χιλιοστών, διαιρεμένη σε 10 μέρη (μερικές φορές και σε 20 ή 50 μέρη). Αν τα Α και Β συμπίπτουν, τα μηδέν των δύο κλιμάκων συμπίπτουν. Εάν μετακινηθεί το Β, το μηδέν της S μας επιτρέπει να διαβάσουμε την απόσταση του Β από το Α σε χιλιοστά, αν το μηδέν αυτό συμπίπτει με μια υποδιαίρεση σε χιλιοστά της R. Αν αυτό δεν συμβαίνει, η υποδιαίρεση της S, που συμπίπτει με την υποδιαίρεση της R, μας δίνει τα επιπλέον δέκατα του χιλιοστού. Η αρχή του β. εφαρμόζεται και σε βαθμονομημένα τόξα για τη μέτρηση κλασμάτων μοίρας ή βαθμού. Η ονομασία του β. οφείλεται στον Γάλλο μαθηματικό Πιερ Βερνιέρ, ο οποίος περιέγραψε το όργανο το 1631 σε ένα έργο του. ΠΑΧΥΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΒΕΡΝΙΕΡΟΣ

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξάντας — Όργανο για τη μέτρηση της γωνίας μεταξύ δύο στόχων. Χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα στη ναυσιπλοΐα, για τον προσδιορισμό του ύψους των αστέρων από τον ορίζοντα. Ο ε. περιλαμβάνει έναν κυκλικό τομέα με βαθμονομημένο χείλος, ο οποίος έχει άνοιγμα 60,… …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • μοιρονόμιο — το όργανο που εφαρμόζεται πάνω στα γωνιομετρικά όργανα και μετρά με ακρίβεια ενός δεκάτου τής μοίρας τόξα κύκλου, αλλ. κυκλικός βερνιέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα «μονάδα μέτρησης», + νόμιο (< νόμος < νέμω), πρβλ. προνόμιο] …   Dictionary of Greek

  • γωνιόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση των γωνιών. Έχουν κατασκευαστεί διάφοροι τύποι γ., ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Για τις γωνίες των στερεών σωμάτων χρησιμοποιούνται γ. που αποτελούνται βασικά από έναν βαθμονομημένο κύκλο (ή ημικύκλιο),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”